- ἐπισκηνοῖ
- ἐπισκηνόωto be quartered inpres ind mp 2nd sgἐπισκηνόωto be quartered inpres opt act 3rd sgἐπισκηνόωto be quartered inpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπίσκηνοι — ἐπίσκηνος at masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσκηνος — ἐπίσκηνος, ον (Α) [σκηνή] 1. αυτός που γίνεται μπροστά στη σκηνή, ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», Σοφ.) 2. εξωτερικός, τυχαίος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσκηνοι στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια πόλη 4. (για θεατρική σκηνή) το … Dictionary of Greek